χλωμάδα

χλωμάδα
η, Ν
(παλ. γρφ.) βλ. χλομάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ασπρίλα — η 1. η ασπράδα, η λευκότητα 2. το ξάσπρισμα, η αλλοίωση του χρωματισμού 3. η χλωμάδα, η ωχρότητα («η ασπρίλα του νερού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + (κατάλ.) ίλα (πρβλ. ανατριχίλα, κοκκινίλα, μαυρίλα κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • χλομάδα — και παλ. γρφ. χλωμάδα, η, Ν η ιδιότητα τού χλομού, ωχρότητα, κιτρινάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλομός / χλωμός + κατάλ. άδα (πρβλ. νοστιμ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • ξεκινάω — / ξεκινώ, ξεκίνησα, (σπάν.) ξεκινημένος βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: ξεκινάω : η μτχ. ξεκινημένος εντοπίστηκε στο υλικό μας σε μικρές αγγελίες για κατοικίδια ζώα (π.χ. Πωλείται αγγλικό σέτερ... ξεκινημένο → του οποίου δηλ. έχει αρχίσει η διαδικασία… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”